καταπετροκοπώ

καταπετροκοπώ
καταπετροκοπῶ, -έω (Α)
σπάζω κάτι χτυπώντας το στις πέτρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πέτρα + -κοπῶ (< -κόπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. γρονθο-κοπώ, φυλλο-κοπώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”